- Γη τού Φραγκίσκου Ιωσήφ
- η о-ва Земля Франца-Иосифа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… … Dictionary of Greek
Μπάρεντς, θάλασσα του- — (ρωσ. Μπαρέντσοβο Μόρε, νορβηγ. Barents Havet). Τμήμα του Αρκτικού ωκεανού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των νησιών Σβάλμπαρντ και του αρχιπελάγους Φραγκίσκου Ιωσήφ, της Νόβαγια Ζεμλιά και των ακτών της βόρειας Ευρώπης. Συγκοινωνεί στα Α με τη… … Dictionary of Greek
Μέτερνιχ-Βίνεμπουργκ, Κλέμενς Λόταρ Βέντσελ πρίγκιπας του- — (Klemens Lothar Wenzel Nepomuk Metternich Winneburg, Κόμπλεντς 1773 – Βιέννη 1859). Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και της Μαγεντίας, ενώ μυήθηκε στον χώρο της διπλωματίας, ακολουθώντας τον… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Νάνσεν, Φρίτγιοφ — (Fridtjof Nansen, Στόρε Φρέεν, Όσλο 1861 – Λίσακερ 1930). Νορβηγός εξερευνητής και επιστήμονας. Έπειτα από ένα ταξίδι το 1881 στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, το 1888 διέσχισε τη Γροινλανδία, σκεπασμένη τελείως από πάγους και άγνωστη τότε σε όλους,… … Dictionary of Greek
Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… … Dictionary of Greek
Σεντόφ, Γκριγκόρι Γιάκοβλεβιτς — Ρώσος εξερευνητής της Αρκτικής (1877 1914). Καταγόταν από οικογένεια ψαράδων. Το 1898 αποφοίτησε από τη Ναυτική Σχολή του Ροστόβ με τον βαθμό του τρίτου πλοίαρχου. Το 1901 έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και ονομάστηκε αρχικελευστής.… … Dictionary of Greek
Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Βικτόρια — I (Alexandrina Victoria, Λονδίνο 1819 – 1901).Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (1837 1901) και αυτοκράτειρα των Ινδιών (1876 1901). Κόρη του Εδουάρδου, δούκα του Κεντ, τέταρτου γιου του Γεωργίου Γ’ και… … Dictionary of Greek